- τραχείτης
- ο, Νβλ. τραχύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
τραχειτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τραχείτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχείτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek